Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Η Εικόνα

Οι ταινίες είναι η αποθέωση της εικόνας, η πλήρης παράδοση του "εγώ" στα χρώματα, στα φώτα, στις γραμμές και στα σχήματα. Και εγώ αγαπώ τις ταινίες, γιατί αγαπώ την εικόνα και ό,τι εμπεριέχεται σ'αυτήν.

Αν έφτιαχνα μια ταινία για σένα, δεν θα ήταν όπως όλες οι άλλες. Δεν θα εστίαζε σ' όλο το πρόσωπο, δεν θα είχε λόγια. Δεν θα ακουγόταν ο παραμικρός ήχος- μόνο εικόνα. Η Εικόνα. Μόνο εκείνη, με μια δύναμη απαράμιλλη και ασυναγώνιστη, θα μεταδώσει συναισθήματα. Η μεγαλύτερη πρόκληση.

Η κάμερα θα εστίαζε στα δάχτυλά σου-αυτά τα κομμάτια του εαυτού μας που λίγοι θεωρούν όμορφα, σημαντικά, ερωτικά. Και όμως, είναι σημαντικά: μ' αυτά συνδεόμαστε με τον κόσμο, τον αγαπάμε ή τον μισούμε αγγίζοντάς τον. Θα έβλεπα, με τα μάτια της κάμερας και τα μάτις της ψυχής, πώς κινούνται τα δάχτυλά σου στις επιφάνειες, πώς λυγίζουν διστακτικά καθώς τα μάτια σου είναι κλειστά και δεν βλέπουν, δεν γνωρίζουν και φοβούνται, πώς χαϊδεύουν και πώς κοιμούνται όταν κοιμάσαι και εσύ.

Εγώ δεν θα ήμουν κομμάτι αυτής της ταινίας. Δεν θέλω να αποσπώ την προσοχή σου, να σ'αγχώνω και να κοιτάζεις εμένα για να σε βεβαιώσω ότι τα κάνεις όλα σωστά. Θέλω να δω πώς κινούνται οι κόρες των ματιών σου όταν βλέπεις την δυστυχία, πώς χαμογελούν τα μάτια σου όταν δακρύζουν από ομορφιά και φως. Θέλω να τα βλέπω να παλεύουν να μείνουν ανοιχτά όταν μάχεσαι, όταν παλεύεις να κερδίσεις μια θέση στα συνωστισμένα σινεμά της ζωής. Θα φοβηθούν; Θα μείνουν ανοιχτά; Εσύ μόνο το ξέρεις.

Και η ταινία θα κλείνει με μελαγχολικά πλάνα στα χείλη σου, που δεν θα βγάζουν κανέναν ήχο. Σαν ένα αβοήθητο πλάσμα θα μοιάζεις, έτσι όπως θα φωνάζεις και δεν θ'ακούει κανείς. Μην ανησυχείς, όμως, γιατί και στη ζωή θα σου συμβεί αυτό. Ακόμη και όταν η κάμερα κλείσει και η ζωή εισβάλλει βίαια από την είσοδο του κινηματογράφου, θα συνειδητοποιήσεις πώς, μερικές φορές, θα φωνάζεις με όλη σου την δύναμη και δεν θα ακούει κανείς. Και η δύναμη αυτή στο στήθος σου θα 'ναι σαν αγρίμι που θέλει να βγει, να ελευθερωθεί, και όμως η βία και οι χειμώνες των ανθρώπων δεν θα το επιτρέψουν.

Κάθε εποχή με βρίσκει μέσα στο σινεμά, μέσα στα σκοτάδια και στις σκόνες των αιθουσών-άλλοτε με γνωστούς και άλλοτε με άγνωστους ανθρώπους να βλέπουν την ίδια ταινία. Τι να κάνω, όμως, που τα σκοτάδια των κινηματογράφων καμιά φορα νικούν το φως του έξω κόσμου; Παράδοξα.

Le voyage dans la lune [1902 b&w silent sci-fi film]


Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Φυλακή

   
Έχω ένα μικρό δωμάτιο
ένα μικρό κελί.

Κάθε μέρα όταν το φως λιγοστεύει
και η σκόνη πυκνώνει στις γρίλιες
κάθομαι και σκέφτομαι.

Η σκέψη σαν φωτιά
καίει ό,τι αγαπώ και ό,τι θέλω να αγαπήσω-
τον κόσμο, τους ανθρώπους, τις μουσικές.

Έχω μια τρύπα στην καρδιά
μια μικρή πληγή.

Που αιμορραγεί κάθε φορά που τελειώνουν
οι μουσικές και τα τραγούδια
και ακολουθεί η νεκρική σιωπή
το τέλος της ομορφιάς.

Έχω έναν μικρό δαίμονα στο κεφάλι μου
ένα μικρό βασανιστή.

Κάθε φορά που ανάβει η φωτιά στο τζάκι
και οι σκιές τρεμοπαίζουν στον τοίχο και ρίχνουν άγριους χορούς
σφίγγει τις αλυσίδες ο μικρός ο δαίμονας
κάνει πιο φανερές και έντονες τις πληγές στα χέρια, στους ώμους, στα πόδια.

Έχω ένα μικρό δωμάτιο
ένα μικρό κελί.

Φωλιάζουν οι σκέψεις μου εκεί μέσα.
Μαζί τους, καίγομαι και εγώ.

Μικρό μου κελί...

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Σου κράτησα


Σου κράτησα μια θέση στο σινεμά, δίπλα μου
Να δούμε τη ζωή μας να περνάει μπρος στα μάτια μας
Σαν ταινία, φαρσοκωμωδία – με ηθοποιούς άγνωστους, χωρίς χαρακτηριστικά, μονάχα γραμμές, περιγράμματα, ανδρείκελα.
Η πρώτη μας σκηνή θα ‘ναι η χαρά και η ομορφιά της ύπαρξης, δυο πρόσωπα αθώα, χωρίς φωνή και πείσμα.
Και μετά, σαν κουβάρι, θα λύνεται η ζωή, σαν ποτάμι θα ξεχύνεται, ανεμπόδιστα. Μια σειρά από σκηνές με δάκρυα, ψεύτικα και αληθινά, με τοπία με πλαστικά δέντρα και επιγραφές με νέον φως – όμορφα φώτα, όμορφοι άνθρωποι, θέαμα, φωνές χωρίς ηχώ.
Έτσι κάπως θα ‘ναι η ζωή μας, έρμαιο στα λάγνα μάτια μας, στη φθηνή μας υπόσταση.
Σου κράτησα μια θέση, και σου πα: μη το ξεχάσεις, μη μ’ αφήσεις
Να υποφέρω μόνη.
Μα εσύ το ξέχασες.
Δεν ήρθες ποτέ

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Οι δαίμονες.

Κάποτε νομίζαμε ότι οι δαίμονες κρύβονται κάτω από το κρεβάτι μας.
Ανάβαμε το φως, αφήναμε τις πατούσες μας να αγγίξουν το πάτωμα και κοιτάζαμε κάτω από το κρεβάτι.
Και μας ξανάπαιρνε ο ύπνος μέχρι που φοβόμασταν και πάλι.

Τώρα μεγαλώσαμε.
Οι δαίμονες δεν κατοικούν πια κάτω από το κρεβάτι. Την θέση τους έχουν πάρει η σκόνη και η παγωνιά. Τώρα οι δαίμονες κατοικούν μέσα μας.

Μόνο που δεν μπορούμε απλά να ανάψουμε το φως και να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι καλά.
Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα πια, όπως και τόσες άλλες καταστάσεις που αντιμετωπίζαμε τόσο διαφορετικά ως παιδιά.

Οι δαίμονες πια κατοικούν μέσα μας, μας τρώνε τα σωθικά, μας πολεμούν μέχρι θανάτου. Μας κάνουν να θυμόμαστε πράγματα που θέλουμε να ξεχάσουμε, κομμάτια αναμνήσεων που θάβουμε κάτω από σωρούς τύψεων και παρηγορητικών λογυδρίων. Είναι διαρκής η σύγκρουση μεταξύ της καλής μας πλευράς, που ζητά το λογικό, και της συναισθηματικής μας πλευράς, της δαιμονικής μας πλευράς που αφήνεται στο συναίσθημα, στο πάθος, στο αυθόρμητο που μας καταστρέφει, μας σέρνει στα πιο απόμερα, μοναχικά, επικίνδυνα μονοπάτια, μας ρίχνει στο έδαφος με πάταγο και μας κάνει να σφαδάζουμε από πόνο, έναν πόνο που μοιάζει με μαχαίρι που βυθίζεται στο στομάχι μας. Είμαστε δέσμιοι των δαιμόνων που ζουν μέσα μας και μας έχουν υποτάξει, μας αναγκάζουν να ενεργούμε όσο πιο λανθασμένα γίνεται, να χαιρόμαστε για λίγο και να βυθιζόμαστε στη θλίψη, να βυθίζουμε τα θραύσματα του γυαλιού στην σάρκα μας και μετά να ουρλιάζουμε από τους πόνους, το αίμα που σχηματίζει ένα μικρό ποταμάκι...

Καμιά φορά, σαν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου το βράδυ, και τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν σιγά-σιγά, μπορώ να δω, εμπρός στα μάτια μου, να περνάει, σαν ταινία θαρρείς, η ζωή που έζησα και η ζωή που δεν έζησα, σαν δυο ταινίες διαφορετικές, η δεύτερη συνέχεια της πρώτης. Και εκείνο το τέρας, το δύσμορφο αυτό πλάσμα που κατοικεί μες στο στήθος μου, γρυλίζει από θλίψη και οργή και τρελή επιθυμία να δραπατεύσει, να ερωτευθεί, να αγαπηθεί και να κυλιστεί στο χορτάρι, να νιώσει τον καυτό ήλιο στο μέτωπό του, να ζήσει...Και τα μάτια μου κλείνουν, οι επιθυμίες μου κοιμούνται, μέχρι που το πρώτο φως της ημέρας αποκαλύπτει τη γύμνια και πάλι...Και η μοναξιά επιστρέφει στην ασφάλεια της αγκαλιάς μου, όπως το πουλί στη φωλιά του...

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

είμαστε τέσσερις μικροί άνθρωποι, φυλακισμένοι.
Πίσω από πόρτες κλειδωμένες, μέσα σε στενά δωμάτια, σιωπηλά, κελιά.
Πού και πού αισθανόμαστε την παρουσία ανθρώπων έξω από το κελί μας
και χτυπάμε απαλά τις πόρτες μας για να ελευθερωθούμε.
Ελπίζουμε πώς κάποιος θα μας ακούσει, θα μυρίσει τη δυστυχία μας, θα ακουμπήσει τις πληγές μας.
Μα, ποτέ, κανείς δεν δείχνει σημάδι ζωής.
Είμαστε ευαίσθητοι. Το δέρμα μας είναι γεμάτο πληγές. Είμαστε εύθραυστοι. Όταν μας αγγίξεις, νιώσε μέσα σου την πιο βαθιά, την πιο ανθρώπινη κατανόηση. Μπορούμε να σπάσουμε, σαν πορσελάνινες κούκλες που χτυπούν το έδαφος ξαφνικά και θανατηφόρα.
Ζούμε δέσμιοι των ξεθωριασμένων συναισθημάτων μας. Βασανιζόμαστε από αναμνήσεις και ανεκπλήρωτα όνειρα. Θέλουμε να αγκαλιάσουμε ένα άστρο που πέφτει, να ερωτευτούμε τη ζεστασιά του, να κάνουμε νέες ευχές. Μα δεν μπορούμε να δούμε τον ουρανό. Είναι πάνω από το ταβάνι, και το ταβάνι δεν γκρεμίζεται. Και το δωμάτιο μας, το κελί - σπίτι μας, δεν έχει παράθυρα. Απλά ονειρευόμαστε πώς κάποια μέρα, θα δούμε τα αστέρια με μια νέα ματιά, γεμάτη ενθουσιασμό.
Καμιά φορά, προσπαθούμε να φωνάξουμε, να ακούσουν τις φωνές μας οι αδαείς περαστικοί. Μα οι χορδές μας είναι κομμένες. Η γλώσσα μας δεν μας υπακούει. Είμαστε καταδικασμένοι να στριμώχνουμε τον μικρό μας κόσμο σ'ένα λευκό δωμάτιο σαν νοσοκομείου.
Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να αισθανόμαστε. Εκεί που κάποτε υπήρχε καρδιά, τώρα υπάρχει ένα τεράστιο κενό, γεμάτο αίμα και θλίψη. Καμιά φορα ψηλαφούμε το κενό με τα δάχτυλά μας, προσπαθούμε να βρούμε μια ένδειξη ότι ζούμε ακόμη, ότι αυτό δεν είναι μια πλάνη, ένας καλοστημένος εφιάλτης του φυλακισμένου μας νου. Αδύνατον.
Τότε επιστρέφουμε στην φυσιολογική μας θέση, ξαπλωμένοι στο στενό αυτό δωμάτιο, με τα χέρια να αγκαλιάζουν τα πληγωμένα μας πέλματα, με το μυαλό μας να παίζει σαν ταινία σκηνές από ασυνάρτητα όνειρα και αναμνήσεις, με τα μάτια μας να κοιτάζουν το ταβάνι, που ολοένα μικραίνει και μικραίνει, και στενεύει το δωμάτιο, και στενεύει ο νους.
Καμιά στιγμή, προσπαθούμε να διακόψουμε αυτή την αδιάκοπη, επώδυνη προβολή αναμνήσεων και να ονειρευτούμε τις πατρίδες μας, τους φίλους μας, τους αγαπημένους μας. Μα, είμαστε απάτριδοι, μόνοι, άψυχες κούκλες που μόνο ένας αληθινός άνθρωπος μπορεί να τις εμφυσήσει ζωή. 
Και έτσι, με το χάσμα αυτό στο στήθος μας και τα βλέφαρά μας χαμηλά, αναρωτιόμαστε...

Πώς είναι να είσαι άνθρωπος;

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Χτίζοντας...

Αν, για μια στιγμή, ήξερες πώς το επόμενο λεπτό όλος αυτός ο όμορφος, σίγουρος, ανθισμένος μα και μαραμένος κόσμος εξαφανιζόταν, γινόταν κομμάτια μπροστά στα μάτια σου, τι θα έκανες; ποιες θα ήταν οι τελευταίες σκέψεις σου;

εγώ θα αγαπούσα τα κομμάτια αυτού του λυπημένου κόσμου, που δεν άντεξε τον εαυτό του, που ήταν παραπάνω απ' όσο η σκουριασμένη, μεταλλική του καρδιά μπορούσε να αντέξει, και κατάφερε να γίνει κομμάτια, να παραδοθεί στην δίνη του χρόνου, να μισήσει και να αγαπήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μάζευα ίσως τα κομμάτια, προσπαθώντας να συναρμολογήσω ό,τι έχασα μέσα σ'ένα λεπτό, έτσι αναπάντεχα, θα δημιουργούσα τον κόσμο από την αρχή, με τα χρώματα που του πρέπουν.

θα ζωγράφιζα με τα πιο όμορφα, τα πιο φωτεινά χρώματα τον έρωτα, που σαν αεράκι ερχόταν και έφευγε, σαν βιαστικός επισκέπτης, αφήνοντας πίσω του ένα πέπλο μοναξιάς και θλίψης, μέχρι να ξανάρθει, να φέρει νέες φουρτούνες, να γεμίσει και πάλι τους ωκεανούς με βάρκες και καράβια, να γεμίσει την στεριά με ζωή και φωνές και γέλια. Ούτε ένα λεπτό δεν θα σκεφτόμουν να τον ζωγραφίσω με σκοτεινά χρώματα, χρώματα έρεβου και άδη, ποτέ, και ας φέρνει μαζί του και θλίψη και αγωνία και αβεβαιότητα, γιατί δίχως αυτόν, τα σώματα αυτά, τα φθαρτά, θα ήταν άδεια δοχεία, χωρίς παρόν και μέλλον, χωρίς ζωή και ανάσα.

θα εξαφάνιζα, τα κομμάτια του παζλ που έφερναν μπρος στο πρόσωπό μου όλους τους υποκριτές, που διαφεντεύουν τις μοίρες χιλιάδων ανθρώπων χωρίς συναίσθημα ευθύνης. Θα εξαφάνιζα, αφού την έβαφα με τα πιο σκοτεινά και ύπουλα χρώματα, την εκμετάλλευση, τον πόνο, την αγωνία που μπορεί κανείς να δει, αν κοιτάξει προσεκτικά, στα μάτια τόσων ανθρώπων εκεί έξω, που πιάνονται από έναν ήλιο, από ένα τσιμεντένιο λιβάδι, από ένα αμάξι για να ξεχάσουν πώς υποφέρουν, πώς ζουν δίχως να ξέρουν γιατί, πώς κάνουν παράλογα πράγματα χωρίς να προσέχουν τα αληθινά, τα ουσιώδη.

θα φρόντιζα αυτή την φορά, ο κόσμος να αγγίξει την ουτοπία που ονειρευόμαστε χιλιάδες άνθρωποι ανά τον κόσμο, σήμερα, μέσα σε περιόδους που τα όνειρα και οι ελπίδες εκλείπουν, μέσα σε πόλεις που η μοναξιά και η καχυποψία φωλιάζει, μέχρι να επιτεθεί και να κάνει τα θύματα της να υποκύψουν. Και τότε, ο κόσμος δεν θα ναι μια ουτοπία, παρά μια πραγματικότητα, πιο καθαρή από τον ουρανό, πιο δυνατή από τον κεραυνό, πιο καθαρτική και από τη θάλασσα...

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Συναισθήματα της στιγμής


Κάθομαι στο φως, με τον ήλιο μες στο πρόσωπό μου, να φανερώνει τις ουλές της εφηβείας, να τονίζει το καστανό των ματιών, να καθρεφτίζει την κούραση, την απελπισία του ανθρώπου που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Όμως, κάτω από αυτή την ομορφιά, αυτή την πανδαισία της φύσης, την μυρωδιά του πεύκου και το ελαφρό αεράκι του καλοκαιρινού καιρού, μου είναι δύσκολο να φοβηθώ για το αύριο. Θα έπρεπε να φοβάμαι, άραγε, να κρέμομαι από μια τηλεόραση, να παρακολουθώ τις ειδήσεις; Αναρωτιέμαι μήπως κάνω λάθος που κάθομαι διψασμένη για ανεμελιά, και προστασία, κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Ο ήλιος δεν έχει πια το ίδιο χρώμα, το ίδιο φως. Δεν φωτίζει την ευτυχία, την ελευθερία, μα την απόγνωση που σαν μικρό αγκάθι πληγώνει την ύπαρξή μας στις δύσκολες περιόδους που βιώνουμε. Κι όμως εξακολουθούμε να τον κοιτάζουμε κατάματα, και να μισοκλείνουμε πεισματικά τα μάτια μας, και ας τυφλωνόμαστε, και ας κυλάνε στάλες ιδρώτα στο δέρμα μας, εμείς συνεχίζουμε να υψώνουμε τα χέρια προς τον ουρανό και να λατρεύουμε το χρυσαφί του ήλιου. Η ανάγκη μας για ελπίδα, η ανάγκη για επαφή με το μόνο πράγμα που δεν έχουμε καταφέρει να κόψουμε, να καταστρέψουμε ηδονικά απ’ την ρίζα, τη φύση, είναι μέσα μας. Είναι κομμάτι του είναι μας. Και η ηρεμία βρίσκεται εκεί. Και διώχνει τον φόβο. Και απαλύνει τον πόνο. Ανάβει ένα κερί άσβεστο μες στο σκοτάδι που μας επιφυλάσσει το αύριο, το μεθαύριο…